Στης κρασοκούπας, που ‘μεινε σε μια γωνιά, τα βύθια,
τα καταπάτια χάνουνε της γλύκας τα βλισίδια,
κι οι δροσοφίλες πιάνουνε στα χείλια της στασίδια
αλέστες στο διαγούμισμα του σπίρτ' από συνήθεια.
Ίδια, κι αγάπες που ‘πλασαν έμορφα παραμύθια,
κατάκιασαν, φορές-φορές, ξινά αποκαθίδια
Και σ' ότ' απόμειν' απ' αυτές, απανωτά ταξίδια,
αποκοτούν, σκέψες δραψιές που ‘ν' της ψυχής αγκρίθια.
Σε δυο μεθύσι' ανάμεσα, που το μυαλό μαυλίζουν,
ρασπέτι στάζει η καρδιά, μέσα στις ρετιράδες,
και βγαίν' ο άλλος εαυτός στα λόγια που στυφίζουν.
Μα σαν αγάπη ξαναρθεί, πως παίρνουν κι αβγατίζουν
οι λέξεις οι κιμπάρικες μέσα στις μαντινάδες,
που ‘ν' το σεβντά μας, ταιριαστές, σερμπέτια να ποτίζουν.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem