Στη ζήση ξεπελάγισα, με μια μικρή μπρατσέρα,
κι οι μπόρες συχνογύρεψαν, τη ρότα της να χάσει.
Το κάθε κύμα που ‘σκισε, αντίσκομα να φτάσει,
σ' όποιον πολύ πεθύμησε, κόρφο δίχως αγέρα.
Μα ‘χε λοστρόμο που ‘κανε σε γέρικη γαλέρα
και το πετσί του θάλασσας αρμύρα ‘χε χορτάσει,
Παλιό μαρνέρο που ‘ξερε σωστά να καρντινιάσει,
κι είχε το μάτ' ορθάνοιχτο για την κρυφή την ξέρα.
Εκείνος τ' αρμενίσματος μου δίδαξε τα κόλπα.
Πώς να λαργάρω μου ‘μαθε σταβέντο και σοβράνο
και πως να θαλασσομαχώ όταν βρεθώ στα σπόρκα.
Τώρα π΄ αποτραβήχτηκε στα ήσυχα τα πόρτα
κι είμαι εγώ σερμαγιαλής, στο άρμενο μ' απάνω,
τ' ορμήνεμα θε' να ζητώ, του γεροναυτ' ως πρώτα.
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem